- πυργωμα
- πύργωμα-ατος τό воен. укрепление, твердыня Her., Aesch., Eur.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πύργωμα — that which is furnished with towers neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύργωμα — το, ΝΑ [πυργῶ] 1. καθετί το εφοδιασμένο με πύργους και, ιδίως, πόλη φραγμένη και οχυρωμένη με πύργους («ἐπτάστομον πύργωμα Θηβαίας πόλεως», Ευρ.) 2. στον πληθ. τα πυργώματα τείχη με πύργους («Ἰλίου πυργώματα», Ευρ.) … Dictionary of Greek
πύργωμ' — πύργωμα , πύργωμα that which is furnished with towers neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργωμάτων — πύργωμα that which is furnished with towers neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργώμασιν — πύργωμα that which is furnished with towers neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργώματα — πύργωμα that which is furnished with towers neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργώματι — πύργωμα that which is furnished with towers neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροπύργωμα — ἀκροπύργωμα, το (Μ) το ακροπύργιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πύργωμα] … Dictionary of Greek